ανορθωτής

ανορθωτής
Συσκευή, χωρίς κινούμενα όργανα, που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε κυματόρευμα μιας κατεύθυνσης και εκμεταλλεύεται γι’ αυτό την ιδιότητα ενός στοιχείου (ανορθωτικό στοιχείο) να επιτρέπει τη διέλευση του ρεύματος μόνο κατά μία ορισμένη φορά και όχι κατά την αντίθετη. Ο α. συνοδεύεται συνήθως από ένα στοιχείο που ονομάζεται φίλτρο εξομάλυνσης, το οποίο εξασφαλίζει την εξομάλυνση και τη μετατροπή του κυματορεύματος που προέρχεται από τον α. σε συνεχές ρεύμα. Οι τύποι των α. που χρησιμοποιούνται στις ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές διατάξεις είναι πολλοί. Από αυτούς θα πρέπει να αναφερθούν: o ηλεκτρολυτικός α., o α. διόδου κενού, ο ξηρός α. (κρυσταλλοδίοδος), ο α. ατμών υδραργύρου. Ο ηλεκτρολυτικός α., που έχει πια εγκαταλειφθεί εντελώς επειδή ούτε πρακτικός είναι ούτε καλή απόδοση έχει, αποτελείται από δύο ηλεκτρόδια, το ένα από αλουμίνιο και το άλλο από σίδηρο, βυθισμένα σε διάλυση φωσφορικής αμμωνίας. Όταν το ηλεκτρόδιο του σιδήρου έχει θετικό δυναμικό ως προς το αντίστοιχο του αλουμινίου, το ρεύμα ρέει φυσιολογικά κατά τη φορά σιδήρου προς αλουμίνιο. Όταν αντίθετα κατά την επόμενη ημιπερίοδο του εναλλασσόμενου ρεύματος αντιστρέφεται η πολικότητα των ηλεκτροδίων, το αλουμίνιο καλύπτεται αμέσως με την ηλεκτρόλυση από ένα στρώμα οξειδίου του αλουμινίου, που είναι μονωτικό και εμποδίζει τη διέλευση του ρεύματος. Στην επόμενη ημιπερίοδο οι πολικότητες αντιστρέφονται πάλι, το στρώμα του οξειδίου του αλουμινίου εξαφανίζεται αμέσως και το ρεύμα ρέει πάλι. Αυτό γίνεται συνεχώς σε κάθε ημιπερίοδο. Ο α. διόδου κενού εκμεταλλεύεται την ιδιότητα της διόδου να είναι αγωγός του ρεύματος μόνο όταν η άνοδος έχει θετικό δυναμικό ως προς την κάθοδο. Οι ξηροί α. μπορούν να είναι πολυκρυσταλλικοί (ονομάζονται και μετά στρώματος φραγής) ή μονοκρυσταλλικοί. Οι πρώτοι εκμεταλλεύονται τις ανορθωτικές ιδιότητες που παρουσιάζει η επαφή μεταξύ ενός αγωγού σώματος (χαλκός ή κράμα σεληνίου-αλουμινίου) και ενός ημιαγωγού (οξείδιο του χαλκού ή σελήνιο). Ο μονοκρυσταλλικός α., που εξαιτίας του μικρού του βάρους και της μεγάλης του απόδοσης έχει αντικαταστήσει σχεδόν όλους τους άλλους τύπους α., αποτελείται από ένα λεπτό έλασμα, που προέρχεται από έναν μεμονωμένο κρύσταλλο του ημιαγωγού υλικού (γερμάνιο ή πυρίτιο), το οποίο και νοθεύεται χημικά με ορισμένες ποσότητες άλλων ουσιών (αρσενικό, γάλλιο, ίνδιο). Ο α. ατμών υδραργύρου αποτελείται από ένα γυάλινο κάλυμμα, που περιέχει ατμούς υδραργύρου σε χαμηλή πίεση και από δύο ή περισσότερα ηλεκτρόδια (μία ή περισσότερες άνοδοι και μία κάθοδος) που έχουν τοποθετηθεί μέσα στο κάλυμμα. Η αρχή λειτουργίας του είναι η ίδια με την αντίστοιχη του α. διόδου κενού, αλλά η απόδοση, εξαιτίας της παρουσίας των ατμών υδραργύρου, είναι εμφανώς ανώτερη, ιδίως για την ανόρθωση ρευμάτων μεγάλη έντασης. 1) Στην πρώτη ημιπερίοδο η άνοδος της διόδου έχει θετικό δυναμικό. Τα ηλεκτρόνια που εκπέμπει η κάθοδος έλκονται από την άνοδο και κλείνουν το κύκλωμα, επιτρέποντας έτσι στο ρεύμα να κινηθεί κατά τη φορά που δείχνουν τα βέλη. 2) Στην επόμενη ημιπερίοδο η άνοδος αποκτά αρνητικό δυναμικό, τα ηλεκτρόνια απωθούνται και κανένα ρεύμα δεν σχηματίζεται διαμέσου του φορτίου R. 3) Εναλλασσόμενη φάση στους ακροδέκτες του κυκλώματος. 4) Τάση απλής ανόρθωσης στα άκρα του φορτίου R.
* * *
ο (Μ ἀνορθωτής)
αυτός που ανορθώνει κάτι ή κάποιον, ο αναμορφωτής
νεοελλ.
διάταξη που μετατρέπει το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανορθωτής — ο θηλ. ώτρια (φυσ.), συσκευή που μετατρέπει το ηλεκτρικό ρεύμα από εναλλασσόμενο σε συνεχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανορθωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ανόρθωση, ανορθωτής 2. αυτός που αναφέρεται στην ανόρθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανορθωτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • έξιτρο — το ηλεκτρικός ανορθωτής ρεύματος ατμών υδραργύρου …   Dictionary of Greek

  • διορθωτής — ο (AM διορθωτής) [διορθώ] αυτός που διορθώνει κάτι νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διόρθωση δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών 2. διορθωτήρας αρχ. μσν. αυτός που αποκαθιστά την ορθή γραφή στα χειρόγραφα… …   Dictionary of Greek

  • κτίστης — και χτίστης, ο (AM κτίστης, θηλ. κτίστρια, Α και κτιστής) [κτίζω] 1. εργάτης ειδικευμένος στο κτίσιμο, οικοδόμος 2. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο πλάστης, ο θεός («τότε ένετείλατό μοι ό κτίστης απάντων», ΠΔ) αρχ. 1. ιδρυτής, θεμελιωτής, ιδίως… …   Dictionary of Greek

  • σελήνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Se ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 34, ατομικό βάρος 78,96, έξι σταθερά ισότοπα, με αριθμούς μάζας74, 77, 82, 76, 78, 80, και οχτώ ραδιενεργά με χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • ημιανόρθωση — Ανόρθωση εναλλασσόμενων ρευμάτων, με την οποία λαμβάνεται μόνο η μία εναλλαγή τους. Σε μία απλή ανορθωτική διάταξη, που αποτελείται από μετασχηματιστή και βαλβίδα (κρυσταλλοδίοδος, ξηρός ανορθωτής, δίοδος, ηλεκτρονική λυχνία κ.ά.) αν συνδεθεί το… …   Dictionary of Greek

  • θύρατρο — Τύπος θερμιονικής λυχνίας με αέριο. Προέρχεται από τη λέξη θύρα, επειδή η ροή του ρεύματος εντός της λυχνίας ανοίγει όταν το δυναμικό της σχάρας ελέγχου λάβει μια ορισμένη τιμή (κρίσιμο δυναμικό). O πιο συνηθισμένος τύπος είναι εκείνος με τρία… …   Dictionary of Greek

  • θυρίστορ — Ημιαγωγικός ανορθωτής που κατασκευάζεται από μονοκρύσταλλο ημιαγωγό (πυρίτιο) με δομή τεσσάρων στρωμάτων p n p n και αποτελεί το ισοδύναμο στερεάς κατάστασης της τριόδου ηλεκτρονικής λυχνίας θύρατρο. Οι εξωτερικές συνδέσεις ενός θ. γίνονται στον… …   Dictionary of Greek

  • Ιωνάθαν — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά Σαούλ, ο οποίος διακρινόταν για τη γενναιότητα και τα ευγενικά του αισθήματα. Ο I. ήταν στενός φίλος του Δαβίδ και τον έσωσε πολλές φορές από τις επιβουλές του πατέρα του. Οδήγησε με επιτυχία τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”